- ψοφολόγημα
- το, Ν [ψοφολογώ]1. το αποτέλεσμα τού ψοφολογώ, το να είναι κανείς ετοιμοθάνατος2. συνεκδ. α) αρρώστιαβ) πολύ βαρύς ύπνος3. φρ. «κακό ψοφολόγημα νά 'χει»(ως κατάρα) να πεθάνει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψοφολόγημα — το, ατος το αποτέλεσμα του ψοφολογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)